- πελώρια
- πελώριοςthe mighty thingsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πελώρια — Αρχαία ελληνική γιορτή. Τη γιόρταζαν στη Θεσσαλία για να τιμήσουν τον Πελώριο Δία. Η γιορτή είχε τις ρίζες της στο εξής γεγονός, που το αναφέρει ο Αθήναιος: Σε μια θυσία που έκαναν από κοινού οι Πελασγοί, ήρθε κάποιος Πέλωρος και ζήτησε τον… … Dictionary of Greek
Пелории праздник — (Πελώρια) фессалийский праздник в честь Зевса Пелора (исполина), установленный, по преданию, еще при Пелазге Фессалийском по поводу известия об образовании прекрасной долины Темпе. В память этого события был установлен праздник с… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Пелории, праздник — (Πελώρια) фессалийский праздник в честь Зевса Пелора (исполина), установленный, по преданию, еще при Пелазге Фессалийском по поводу известия об образовании прекрасной долины Темпе. В память этого события был установлен праздник с… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ασκάλαφος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς των Μινυών του Ορχομενού, γιος του Άρη και της Αστυόχης. Μαζί με τον αδελφό του Ιαλμενό, ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ελένης. Έλαβε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και στον Τρωικό πόλεμο. Αντιμετώπισε … Dictionary of Greek
δρακοντόκαστρο — το (Μ δρακοντόκαστρον) 1. φρούριο, κάστρο τού δράκοντα 2. πελώρια, παλιά, έρημα φρούρια … Dictionary of Greek
κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek